- μεταφραστικός
- -ή, -ό (Α μεταφραστικός, -ή, -όν) [μεταφράζω]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετάφραση ή στον μεταφραστή («μεταφραστικό λάθος»)νεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μεταφραστικάη αμοιβή τού μεταφραστήμσν.παραφραστικός, αναφερόμενος στην παράφραση.επίρρ...μεταφραστικώς και -άαπό άποψη μετάφρασης ή με τρόπο μεταφραστικό, με μετάφραση.
Dictionary of Greek. 2013.